lionella
PLUSΕΙΔΗΣΕΙΣΜΟΥΣΙΚΗ

Κλωνοποιώντας τη χαμένη «Λιονέλλα» του Σαμάρα

Κοινοποίηση

Το δίλημμα του πώς παρουσιάζει κανείς ζωντανά στο κοινό μουσικά έργα ημιτελή ή με ελλιπώς σωζόμενο μουσικό υλικό ήταν ανέκαθεν εξαιρετικά σύνθετο, άρρηκτα συνυφασμένο με ζητήματα ηθικά, αισθητικά, ιστορικά και μορφωτικά. Ως διάσημες περιπτώσεις αρκεί να αναφερθούν οι ημιτελείς όπερες «Λούλου» και «Τουραντότ», το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ, το «Κοντσέρτο για βιόλα» και το «Κοντσέρτο αρ. 3 για πιάνο» του Μπάρτοκ, η «Δέκατη Συμφωνία» του Μάλερ.

Πώς χειρίζεται κανείς τέτοιες κρίσιμες κληρονομιές-κατάλοιπα; Τις αφήνει ήσυχες στη σιωπή επτασφράγιστων αρχείων; Ή, μήπως, υφαρπάζοντας μέρος της δημιουργικής διαδικασίας από τον συνθέτη, τις συμπληρώνει/ολοκληρώνει, καθιστώντας τες παρουσιάσιμες στο ενδιαφερόμενο φιλόμουσο κοινό; Η διαδικασία συνίσταται συνήθως σε εξαντλητικά μελετημένες μιμήσεις του σύγχρονου ύφους των δημιουργών, βασισμένες σε νύξεις ή σωζόμενα αυθεντικά προσχέδια. Το θέμα της γνησιότητας παραμένει, βεβαίως, ανοιχτό.

Ακόμη πιο προβληματικές είναι οι περιπτώσεις λυρικών έργων αρκετών Ελλήνων συνθετών της περιόδου 1800-1950. Εδώ, βέβαια, το πρόβλημα έχει προκύψει πρωτίστως από μείζονες φυσικές απώλειες μουσικού υλικού (σεισμοί Επτανήσων) αλλά και από την παροιμιώδη, διαχρονική αδιαφορία των επιγενόμενων που συνιστά θέμα διαφορετικής, ακανθώδους συζήτησης. Επιπλέον υπάρχει η δύσκολα τεκμηριώσιμη αρχική ποιότητα/ταυτότητα αυτού του υλικού στο πεδίο και τις πρακτικές της εκάστοτε εγχώριας μουσικής ζωής. Με άλλα λόγια τι μορφής, πόσο οριστικό και παγιωμένο ήταν το μουσικό υλικό π.χ. στις όπερες του Καρρέρ ή στις οπερέτες του Σακελλαρίδη;

Στην περίπτωση του κοσμοπολίτη Σπύρου Σαμάρα, που έζησε και δημιούργησε επί μακρόν στην Ιταλία, το πρόβλημα προέκυψε διαφορετικά: Το 1943 ο βομβαρδισμός του μιλανέζικου εκδοτικού οίκου Σοντζόνιο αφάνισε το μουσικό υλικό από τέσσερις όπερές του («Φλόρα Μιράμπιλις», «Μετζέ», «Λιονέλλα», «Δαμασμένη Μαινάς») από τις οποίες αρκετά αργότερα εντοπίστηκαν αλλού μόνον σπαράγματα και πιανιστικές αναγωγές (σπαρτίτα). Η «Λιονέλλα» ανέβηκε άπαξ στη Σκάλα του Μιλάνου το 1891, όπου, για δυσεξακρίβωτους λόγους, αποδοκιμάστηκε δριμύτατα. Εκτοτε παρέμενε αναπάντητο αίνιγμα, στοιχειώνοντας το φαντασιακό των μουσικολόγων.

Μόλις το 1979 ο Βύρων Φιδετζής ανακάλυψε αυθεντικό, χειρόγραφο υλικό της «Ουγγρικής ραψωδίας» από τη Β΄ Πράξη του έργου, ενώ το 2007 εντοπίστηκε πιανιστική αναγωγή ολόκληρης της όπερας στη Νάπολη, καθιστώντας εφικτή την πρώτη νεότερη παρουσίασή της με συνοδεία πιάνου (Παρνασσός, 2011). Την περίοδο 2020 / 21, κατέχοντας πολυετή εμπειρία σε αποκαταστάσεις ελληνικών λυρικών έργων, ο Φιδετζής δημιούργησε μια πλήρως ενορχηστρωμένη, παραστάσιμη εκδοχή της «Λιονέλλας».

Βασίστηκε στη γνώση του ύφους του συνθέτη και σε παραλληλίες προς το χειρόγραφο της σωζόμενης σε αυθεντική ενορχήστρωση «Ουγγρικής ραψωδίας». Διατηρώντας αμετακίνητες τις επιφυλάξεις για το ενορχηστρωτικό ένδυμα, η συναυλιακή παρουσίαση άφησε καλές εντυπώσεις (ΟΠΑΝΔΑ, θέατρο Ολύμπια 6/5/2023). Η δυνατότητα ζωντανής ακρόασης μιας λελογισμένα προσεγγιστικής εκδοχής της «Λιονέλλας» ήταν ασυζητητί θετική.

Επιπλέον επέτρεψε να έχουμε άλλη μία εμπειρία βασικών στοιχείων της μουσικής δραματουργίας του Σαμάρα, όπως η ευκρινής ένταξή της στον χάρτη της ευρωπαϊκής όπερας, το λάβρο, ανενδοίαστα βεριστικό ταμπεραμέντο της μουσικής και του στερεοτυπικού λιμπρέτου, η συνεχούς ροής γραφή, η βαρύνουσα συμμετοχή της χορωδίας, το συμβατικό φολκλορικό στοιχείο («τσιγγάνικο/μαγιάρικο») και, κυρίως, ο ευανάγνωστα ιταλικού τύπου μελωδισμός της, που ανθεί σε αναμενόμενα περιπαθείς αν και όχι πάντα αξιομνημόνευτες άριες.

Η δυναμική, άρτια προετοιμασμένη εκτέλεση με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων (ΣΟΔΑ) και τη χορωδία του, υπό τον Φιδετζή, άφησε πολύ καλές εντυπώσεις. Εύστοχα συνταιριασμένη ηχοχρωματικά, με ισορροπημένες δυναμικές και ισοδύναμες ερμηνείες ήταν η στελέχωση από Ελληνες μονωδούς, συντελώντας στο χτίσιμο ενός ακροάματος βασικών ποιοτήτων, που υποστήριξε άριστα το έργο. Η ακμαία υψίφωνος Αννα Στυλιανάκη μάς χάρισε μιαν εύστοχη ενσάρκωση της μοιραίας επώνυμης ηρωίδας: φωνητικά λαμπερή, ακριβή και φροντισμένη, εκφραστικά ευγενή. Ως αυτοκαταστροφικός Αντόρ ο τενόρος Δημήτρης Πακσόγλου ταίριαξε καίρια μαζί της φωνητικά.

Τον α λα Σκάρπια σκοτεινό τσιγγάνο Ελία/Μαύρη Μάσκα ενσάρκωσε ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός με στεντόρειο, γοερά φλογερό πάθος. Αξιοπρεπείς, σωστοί στους ρόλους τους φωνητικά και εκφραστικά ήσαν ο τενόρος Χρήστος Κεχρής (Ερικ) και ο βαθύφωνος Χριστόφορος Σταμπόγλης (Βάικ). Τόσον η ΣΟΔΑ όσον και η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων ανταποκρίθηκαν στη δυναμικά φορτισμένη διεύθυνση του Φιδετζή με προσήλωση και ακρίβεια.

ΠΗΓΗ: efsyn.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ

Στάθης Σχίζας και Γιώργος Ασημακόπουλος για «βουτιές» στην Ψαρρού της Μυκόνου

Φοροδιαφυγή: Έρχεται «κωδικός» και καταγραφή όλων των POS – Οι κρίσιμες ημερομηνίες για τους επαγγελματίες

ΟΜΑΔΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ

Ταμείο Ανάκαμψης: Πρόσθετα κονδύλια € 5,8 δισ. διεκδικεί η Ελλάδα – Σήμερα η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο Scope

ΟΜΑΔΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ